Φάτα Μοργκάνα

Στέκεσαι μπροστά στον καθρέφτη με την παλιοκαιριασμένη χρυσή κορνίζα. Στέκεσαι και βλέπεις το είδωλο σου. Περνάς το χέρι ανάμεσα στα μαλλιά. Από το μέτωπο στον αυχένα. Κάθε φορά σου φαίνονται και λιγότερα. Πότε πρόλαβαν να αραιώσουν τόσο; Μερικές τρίχες μπλέκονται και μένουν πάνω στο δαχτυλίδι με το λευκό μαργαριτάρι. Κάθε φορά και περισσότερες. Σαν μικρές ασημένιες κλωστές πιασμένες σε χρυσό στεφάνι. Τις κοιτάζεις μόνο για μια στιγμή, εκεί, μέσα στη χούφτα σου, και ξαναγυρίζεις το βλέμμα στο είδωλο σου. Κάνεις τον δείκτη σου βέλος και ακουμπάς το πρόσωπο σου. Περνάς με το ακροδάχτυλο τα φρύδια και τα κάτω βλέφαρα. Ανάμεσα στα φρύδια και στα μάτια δεν ακουμπάς. Εκεί είναι τόπος ιερός. Εκεί σε φιλούσε πάντα εκείνος και σε έλεγε “Μάτια μου...”. Διαπερνάς τη ραχοκοκαλιά της μύτης. Πάντα τόσο στραβή ήταν; Μπά! Με τα χρόνια θα σκεύρωσε κι αυτή...όπως η ψυχή σου. Στις άκρες από τα χείλι σταματάς. Σκύβεις πιο κοντά στον καθρέφτη. Μισοκλείνεις τα μάτια να δεις καλύτερα. Πέντε. Μόλις ανακάλυψες την πέμπτη ρυτίδα. Μόνο από τη δεξιά πλευρά. Η αριστερή είναι άθικτη. Ίσως γιατί είναι η περισσότερο φιλημένη. Η περισσότερο χαϊδεμένη. Κοιμόταν πάντα στα αριστερά σου. Αυτή η πλευρά βόλευε το κορμί του. Αυτή η πλευρά βόλευε και τα χείλι του.


Κλείνεις τα μάτια. Ακουμπάς τα χέρια στην παγωμένη πορσελάνη του νιπτήρα. Πάντα σου άρεσε το κρύο στο δέρμα σου. Αυτή η παγωνιά σου προκαλούσε πάντα την πιο γλυκιά σου ανατριχίλα. Γέρνεις το κεφάλι λίγο στο πλάι. Στα αριστερά. Σα να γέρνεις στον δεξί του ώμο. Σχεδόν νομίζεις πως τον ακουμπάς. Σχεδόν μυρίζεις το άρωμα στο πουκάμισο του. Πιπερόριζα ανακατεμένη με μια υποψία οσμής ιδρώτα. Πριν πόσο καιρό ξανάνιωσες το ίδιο άρωμα; Πριν μια ώρα; Πριν ένα χρόνο; Πριν μια ζωή....


Μια υποψία θαλασσινού νερού γεννάνε τα μάτια σου.


Ανοίγεις αργά τα βλέφαρα. Σηκώνεις τα μάτια ξανά στον καθρέφτη. Το θαλασσινό των ματιών σου σε κάνει να βλέπεις δυο είδωλα. Το ένα είσαι εσύ και το άλλο η Μόργκαν Λε Φέι η αδερφή του Αρθούρου, που πήρε τη μορφή σου και ψάχνει άπιστες να τις κεράσει από το μαγικό κέρας που κρατάει στα χέρια της. Ή μπορεί να είσαι κι εσύ η ίδια που, σαν άλλη Φάτα Μοργκάνα, ενώθηκες με τον άλλο εαυτό σου σε ένα δαιμονικό αντικατοπτρισμό.


Τα μάτια σου συνεχίζουν να στέλνουν θάλασσα. Σφίγγεις τα χέρια σου γροθιές. Δυο σάρκινες πέτρες. Δε σ' αρέσει αυτό που βλέπεις. Δε θέλεις να βλέπεις. Ρίχνεις με δύναμη τις πέτρες σου πάνω στον καθρέφτη κλείνοντας τα μάτια. Όταν τα ανοίγεις δεν υπάρχει πια καθρέφτης. Μόνο ένα μαύρο κενό με δυο κόκκινες γραμμές στη μέση. Όπως ήταν τα μάτια του την μέρα που έφυγε. Τη νύχτα που τον πρόδωσες...


Πηγαίνεις στην κουζίνα και γεμίζεις ένα ποτήρι νερό. Το τελευταίο δευτερόλεπτο πριν κάνεις την αντανακλαστική κίνηση να καταπιείς πέφτει το βλέμμα σου στο τζάμι του παραθύρου. Ο αντικατοπτρισμός σε τρομάζει. Μια μαύρη ίσια γραμμή εκεί που κάποτε θα ήταν το σώμα σου.


Φτύνεις το νερό.


Το κέρας ήταν για σένα.


Εσύ ήσουν η άπιστη...





Φάτα Μοργκάνα

Ερμηνεία: Μαρίζα Κωχ
Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Μαρίζα Κωχ

0 αερόστατα: