Όχι πια έρωτες

Γύρισε στο σπίτι και πέταξε τη σακούλα με τα ψώνια στον καναπέ. Έμεινε να κοιτάζει τα παπούτσια της και το λερωμένο πάτωμα. Ένα χαλικάκι είχε καρφωθεί στη σόλα. Έκανε να το βγάλει. Είχε σφηνώσει τόσο καλά μέσα στις ρωγμές που ήταν αδύνατο. Πήρε ένα μαχαίρι και βρίζοντας προσπάθησε ξανά. Μάταια. Έμεινε με το μαχαίρι στο χέρι να κοιτάζει τις ρωγμές του παπουτσιού και να ζωντανεύουν μπροστά της οι δικές της ρωγμές.


Βράδυ Παρασκευής τον γνώρισε. Άτιμη Παρασκευή. Πάντα ήταν η καλύτερη της μέρα. Αυτό την μπέρδεψε. Αυτό την παρέσυρε. Κάτι που συμβαίνει Παρασκευή δε μπορεί παρά να είναι παρά. Άνοιξε την αγκαλιά του και την έκλεισε μέσα. Κι αυτή έκλεισε πονηρά το μάτι στο φεγγάρι. Για μια ολόκληρη νύχτα πέθαινε και γεννιόταν μέσα του. Δυο που γίνονταν ένα. Ξανά και ξανά και ξανά. Μέχρι το ξημέρωμα. Ένας έρωτας άγριος και ντροπαλός και γλυκός και παθιασμένος και ήρεμος. Σα να ήταν ο πρώτος. Σα να ήταν ο τελευταίος.


Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Ούτε και το επόμενο. Έμενε να χαμογελά και να τον ακούει στο τηλέφωνο να της τραγουδάει τον έρωτά τους. Έμενε να ονειρεύεται όνειρα που είχε πάψει χρόνια πριν να κάνει. Και ξαφνικά σε ένα βράδυ νάτα που ξανά ζωντάνεψαν. Πόσο της είχαν λείψει αυτά τα όνειρα! Το καταλάβαινε τώρα, ξαπλωμένη με το ακουστικό στο χέρι, ακούγοντας την ανάσα του να βαραίνει στην άλλη άκρη της γραμμής. Μόνο αγκάθι ανάμεσα τους η Αμερική. Που τον κρατούσε μακριά της.


Πήγαινε και ερχόταν για να τον δει. Για να πάρει την ανάσα από τα χείλι του. Για να νιώσει το κορμί του μέσα της. Για να κοιμηθεί στο στήθος του που τόσο αγαπούσε. Έντεκα συνεχόμενες φορές μέσα σε ένα χρόνο προσγειώθηκε στη Νέα Υόρκη. Έντεκα συνεχόμενες φορές έφευγε κλαίγοντας και παρακαλώντας να γίνει κάτι για να μη φύγει. Έντεκα συνεχόμενες φορές έκοβε κομμάτια της ψυχής της και τα έβαζε στην τσέπη του να τον φυλάνε. Μέχρι την επόμενη φορά.


Και μετά ήρθε ο χειμώνας. Ένας χειμώνας κατακόκκινος. Σαν το αίμα. Πάγωσαν τα αεροδρόμια, πάγωσε αυτός, πάγωσε και το μέσα της. Έκανε μέρες να της μιλήσει. Μέρες να της γράψει . Τα έβαλε με τον εαυτό της. Τα έβαλε με αυτόν. Τα έβαλε με την Αμερική. Τα έβαλε με τον θεό τον ίδιο. Έστησε τη ζωή της στον τοίχο και άρχισε να την πυροβολεί με όλα τα «γιατί» που βάραιναν μέσα της. Ήθελε να μαζέψει τα κομμάτια της αλλά δεν μπορούσε. Τα είχε αφήσει όλα σ’ αυτόν. Για να τον φυλάνε. Και τώρα δε μπορούσε να φυλαχτεί η ίδια.


Πίεσε πιο βαθιά το μαχαίρι στη ρωγμή. Φοβήθηκε ότι θα κατέστρεφε το παπούτσι. Και σταμάτησε. Το χαλικάκι πετάχτηκε στο πάτωμα. Το παπούτσι της, εκτός από μια μικρή χαρακιά, ήταν ανέπαφο. Έπιασε το χαλικάκι ανάμεσα στα δάχτυλά της το κοίταξε. Κοίταξε και την αντανάκλαση του εαυτού της στο τζάμι της κουζίνας. Δεν ήταν αυτή αλλά μια άλλη που την κοιτούσε. Και τότε ξέσπασε για πρώτη φορά σε κλάματα. Για τη ζωή της που έπρεπε πάλι να τη γυρίσει στην αρχή.


Όχι πια άλλα χαλικάκια…


Όχι πια άλλοι έρωτες…





Όχι πια έρωτες


Ερμηνεία: Κόρε - Ύδρο

Στίχοι: Π. Ε. Δημητριάδης

Μουσική: Π. Ε. Δημητριάδης – Αλέξανδρος Μακρής

Όνειρο που φεύγει είν' η ζωή

Στέκεσαι μπροστά στο παράθυρο. Το λιμάνι έχει από ώρα ξεμακρύνει. Οι σταγόνες από τη θάλασσα μοιάζουν με δάκρυα. Τα δάκρυα που εγκλωβίστηκαν στα μάτια σου και δε βρήκαν το δρόμο τους. Αισθάνεσαι το σώμα σου να σε εγκαταλείπει. Παναγιά μου, έτσι είναι το τέλος; Συνέρχεσαι. Το τέλος ήρθε δυο μέρες πριν. Δεν υπάρχουν δύο. Άρα δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα. Χαμογελάς και αναστενάζεις. Το χνώτο σου φτιάχνει ένα πέπλο πάνω στο βρώμικο τζάμι. Σηκώνεις το χέρι και με το δάχτυλο χαράζεις ένα Μ. Το κοιτάς για ένα δευτερόλεπτο και το σβήνεις με την παλάμη. Δεν υπάρχει πια Μ. Ποτέ δεν υπήρξε Μ.

Ξημερώματα. Με το ένα χέρι κρατάς γερά την κουπαστή. Με το άλλο χέρι κρατάς ένα μαύρο μπόγο. Ο αέρας μεσοπέλαγα στο αιγαίο σου μαστιγώνει το πρόσωπο. Δεν υπάρχει κάτι για να το προστατεύσεις. Από πάνω σου μαύρος ουρανός και κάτω σου μαύρη θάλασσα. Και στη μέση εσύ με λευκό φόρεμα και μαύρες κορδέλες στα χέρια. Αφήνεις το χέρι από την κουπαστή και τον περνάς ανάμεσα στα μαλλιά. Στα μαλλιά που δεν βρίσκονται πια στο κεφάλι αλλά στα χέρια σου. Τα χαϊδεύεις για τελευταία φορά. Αφού δεν είναι εδώ αυτός να τα χαϊδεύει δεν τα χρειάζεσαι πια. Σηκώνεις τα χέρια ψηλά και αφήνεις τις μαύρες κορδέλες σου να περάσουν στη θάλασσα και τον ουρανό. Δεν έχεις λόγο να είσαι περήφανη για τίποτα πια.

Τριάντα χρόνια ένα όνειρο ήταν η ζωή σου. Άλλοτε καλό, άλλοτε κακό μα πάντα όνειρο...




Όνειρο που φεύγει είν' η ζωή

Ερμηνεία: Παντελής Θαλασσινός
Στίχοι: Γιώργος Σταυριανός
Μουσική: Γιώργος Σταυριανός

Φάτα Μοργκάνα

Στέκεσαι μπροστά στον καθρέφτη με την παλιοκαιριασμένη χρυσή κορνίζα. Στέκεσαι και βλέπεις το είδωλο σου. Περνάς το χέρι ανάμεσα στα μαλλιά. Από το μέτωπο στον αυχένα. Κάθε φορά σου φαίνονται και λιγότερα. Πότε πρόλαβαν να αραιώσουν τόσο; Μερικές τρίχες μπλέκονται και μένουν πάνω στο δαχτυλίδι με το λευκό μαργαριτάρι. Κάθε φορά και περισσότερες. Σαν μικρές ασημένιες κλωστές πιασμένες σε χρυσό στεφάνι. Τις κοιτάζεις μόνο για μια στιγμή, εκεί, μέσα στη χούφτα σου, και ξαναγυρίζεις το βλέμμα στο είδωλο σου. Κάνεις τον δείκτη σου βέλος και ακουμπάς το πρόσωπο σου. Περνάς με το ακροδάχτυλο τα φρύδια και τα κάτω βλέφαρα. Ανάμεσα στα φρύδια και στα μάτια δεν ακουμπάς. Εκεί είναι τόπος ιερός. Εκεί σε φιλούσε πάντα εκείνος και σε έλεγε “Μάτια μου...”. Διαπερνάς τη ραχοκοκαλιά της μύτης. Πάντα τόσο στραβή ήταν; Μπά! Με τα χρόνια θα σκεύρωσε κι αυτή...όπως η ψυχή σου. Στις άκρες από τα χείλι σταματάς. Σκύβεις πιο κοντά στον καθρέφτη. Μισοκλείνεις τα μάτια να δεις καλύτερα. Πέντε. Μόλις ανακάλυψες την πέμπτη ρυτίδα. Μόνο από τη δεξιά πλευρά. Η αριστερή είναι άθικτη. Ίσως γιατί είναι η περισσότερο φιλημένη. Η περισσότερο χαϊδεμένη. Κοιμόταν πάντα στα αριστερά σου. Αυτή η πλευρά βόλευε το κορμί του. Αυτή η πλευρά βόλευε και τα χείλι του.


Κλείνεις τα μάτια. Ακουμπάς τα χέρια στην παγωμένη πορσελάνη του νιπτήρα. Πάντα σου άρεσε το κρύο στο δέρμα σου. Αυτή η παγωνιά σου προκαλούσε πάντα την πιο γλυκιά σου ανατριχίλα. Γέρνεις το κεφάλι λίγο στο πλάι. Στα αριστερά. Σα να γέρνεις στον δεξί του ώμο. Σχεδόν νομίζεις πως τον ακουμπάς. Σχεδόν μυρίζεις το άρωμα στο πουκάμισο του. Πιπερόριζα ανακατεμένη με μια υποψία οσμής ιδρώτα. Πριν πόσο καιρό ξανάνιωσες το ίδιο άρωμα; Πριν μια ώρα; Πριν ένα χρόνο; Πριν μια ζωή....


Μια υποψία θαλασσινού νερού γεννάνε τα μάτια σου.


Ανοίγεις αργά τα βλέφαρα. Σηκώνεις τα μάτια ξανά στον καθρέφτη. Το θαλασσινό των ματιών σου σε κάνει να βλέπεις δυο είδωλα. Το ένα είσαι εσύ και το άλλο η Μόργκαν Λε Φέι η αδερφή του Αρθούρου, που πήρε τη μορφή σου και ψάχνει άπιστες να τις κεράσει από το μαγικό κέρας που κρατάει στα χέρια της. Ή μπορεί να είσαι κι εσύ η ίδια που, σαν άλλη Φάτα Μοργκάνα, ενώθηκες με τον άλλο εαυτό σου σε ένα δαιμονικό αντικατοπτρισμό.


Τα μάτια σου συνεχίζουν να στέλνουν θάλασσα. Σφίγγεις τα χέρια σου γροθιές. Δυο σάρκινες πέτρες. Δε σ' αρέσει αυτό που βλέπεις. Δε θέλεις να βλέπεις. Ρίχνεις με δύναμη τις πέτρες σου πάνω στον καθρέφτη κλείνοντας τα μάτια. Όταν τα ανοίγεις δεν υπάρχει πια καθρέφτης. Μόνο ένα μαύρο κενό με δυο κόκκινες γραμμές στη μέση. Όπως ήταν τα μάτια του την μέρα που έφυγε. Τη νύχτα που τον πρόδωσες...


Πηγαίνεις στην κουζίνα και γεμίζεις ένα ποτήρι νερό. Το τελευταίο δευτερόλεπτο πριν κάνεις την αντανακλαστική κίνηση να καταπιείς πέφτει το βλέμμα σου στο τζάμι του παραθύρου. Ο αντικατοπτρισμός σε τρομάζει. Μια μαύρη ίσια γραμμή εκεί που κάποτε θα ήταν το σώμα σου.


Φτύνεις το νερό.


Το κέρας ήταν για σένα.


Εσύ ήσουν η άπιστη...





Φάτα Μοργκάνα

Ερμηνεία: Μαρίζα Κωχ
Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Μαρίζα Κωχ

Η Πόλη που Ονειρεύτηκα

Οι πόλεις είναι μάγισσες. Έχουν τον τρόπο τους. Σε κάνουν να τις αγαπάς ή να μη θέλεις να τις ξαναδείς στα μάτια σου. Σε καλωσορίζουν και, αν είσαι τυχερός, σε αφήνουν να μπεις βαθιά μέσα τους. Σαν μια γυναίκα που σου δίνεται χωρίς δεύτερη κουβέντα. Έτσι απλά. Γιατί της άρεσαν τα μάτια σου. Σε αφήνουν να τις αγγίξεις, να τις περπατήσεις και όσο πιο βαθιά μπαίνεις μέσα τους τόσο λιγώνονται και ανοίγονται περισσότερο.

Για να σου δείξει όμως μια πόλη τα πιο απόκρυφα μυστικά της θα πρέπει να την κερδίσεις πρώτα. Θα πρέπει να τη χαϊδέψεις. Να της πεις γλυκόλογα. Να την κάνεις να αισθανθεί μοναδική και να την πείσεις πως δεν θα την προδώσεις ποτέ. Να της αποδείξεις πως πάντα θα είναι η ερωμένη σου. Ακόμη κι αν θα έρθουν κι άλλες αυτή θα είναι η μια και μοναδική αγαπημένη. Θα πρέπει να κερδίσεις την εμπιστοσύνη της. Να νιώσει πως είσαι ο μεγάλος εραστής της.

Είναι δύσκολο να κερδίσεις μια πόλη. Είναι δύσκολο γιατί ενώ μπορείς να τα κάνεις όλα είσαι άνθρωπος και θα ξεχάσεις να κάνεις το βασικό. Θα ξεχάσεις να τη σεβαστής. Κάποια στιγμή, πάνω στη δικιά σου ζάλη του μυαλού, θα την βρίσεις. Θα την καταραστείς. Θα την πληγώσεις. Θα την θεωρήσεις αιτία για τον ξεπεσμό σου. Θα τις ρίξεις ευθύνες και αναθέματα που δεν της πρέπουν. Θα την αρνηθείς τρεις φορές μέχρι να την προδώσεις μία όπως ο Ιούδας. Μόνο που εσύ δε θα έχεις το θάρρος να κρεμαστείς την επόμενη μέρα.

Η πληγωμένη πόλη ξέρει να συγχωρεί. Μία φορά. Δεν υπάρχει δεύτερη. Τη δεύτερη γίνεται θηρίο ανήμερο. Δε σε δέχεται μέσα της πια. Κι αν, παρόλες τις ατιμίες σου, αντί να σκύψεις το κεφάλι και να φύγεις που έγινες δυο φορές Ιούδας, εσύ προσπαθήσεις να τη βιάσεις τότε θα σου δείξει το πιο σκληρό της πρόσωπο. Θα σου κάνει τη ύπαρξη δύσκολη. Θα σε ρουφάει κάθε μέρα και πιο πολύ στους βρώμικους υπονόμους της. Μέχρι να γίνεις ένα μαύρο σεντόνι στη νύχτα της.

Οι πόλεις είναι σαν τους ανθρώπους. Μικρές συνοικίες, μικρές ιδέες που φτιάχνουν ένα σύνολο κι έναν άνθρωπο. Για να κερδίσεις, και τις πόλεις και τους ανθρώπους, θα πρέπει να αγαπήσεις το σύνολο και όχι απλά επιλεγμένα κομμάτια. Θα πρέπει να σκύψεις και να αφουγκραστείς τους ήχους της ψυχής. Θα πρέπει να διαβάσεις τις νότες στη σκισμένη παρτιτούρα. Για να σε αγαπήσουν, και οι πόλεις και οι άνθρωποι, θα πρέπει να ανοίξεις το μυαλό, την καρδιά και τα χέρια σου. Να αγκαλιάσεις ότι πιο πολύ μισείς και να τραγουδήσεις ότι δεν θέλεις να ακούσεις.

Μπορείς;

Ξεκίνα από τις πόλεις...είναι πιο εύκολο...




Η πόλη που ονειρεύτηκα

Ερμηνεία: Ελένη Βιτάλη
Στίχοι: Γιώργος Ανδρέου
Μουσική: Γιώργος Ανδρέου

Όνειρα Ψηλά...

...σημαίνει κοιτάζω ψηλά σιγοτραγουδώντας φάλτσα ένα παιδικό τραγούδι. ΄

Ήταν ένα μικρό καράβι...

Απλώνω τα χέρια ψηλά. Για να πιάσω τα όνειρα μου. Για να μοιράσω τις σκέψεις μου στα σύννεφα. Για να προφτάσω τη ζωή που δεν πρέπει να περάσει και να χαθεί...


Όνειρα ψηλά σημαίνει παίρνω φόρα και χορεύω το πιο μελωδικό ταγκό με τα σύννεφα...




Eres todo en mi

Ερμηνεία: Ana Gabriel